- εθνόφρων
- ἐθνόφρων, -ον (Μ)αυτός που δέχεται τα σχετικά με τους εθνικούς (δηλ. τους μη χριστιανούς), ο αιρετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek